- προένεξις
- -έξεως, ή, ΜΑμσν.η προηγούμενη αναφορά σε κάτιαρχ.1. η παρουσίαση2. η προφορά, ο τρόπος εκφώνησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-φέρω, πρβλ. αόρ. προενεγκεῖν (βλ. και λ. ενεγκείν), πρβλ. κατ-ένεξις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.